- ἐπειρῶντο
- πειράωattemptimperf ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπειρῶντ' — ἐπειρῶντο , πειράω attempt imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταμπέχω — και καταμπίσχω (Α) 1. περιβάλλω, περικλείω (α. «εὔψυχον ἄνδρα κούφῃ καταμπίσχουσιν ἐν τύμβῳ χθονί», Ευρ. β. «μηκάδων μέλη, χλόην καταμπέχοντα», Αντιφάν.) 2. καλύπτω, σκεπάζω («ἐπειρῶντο μὲν τὲν αἴσθησιν άποκρύπτειν τὰ κράνη καταμπέχοντες»,… … Dictionary of Greek